σκουνιέρης

σκουνιέρης
ο, Ν
ο πλοίαρχος σκούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκούνα «είδος ιστιοφόρου πλοίου» + κατάλ. -ιέρης (πρβλ. γονδολ-ιέρης, τιμον-ιέρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”